σκαφηφορώ

σκαφηφορώ
-έω, Α [σκαφηφόρος]
είμαι σκαφηφόρος* («τὰς παρθένους τῶν μετοίκων σκιαδηφορεῑν ἐν ταῑς πομπαῑς ἠνήγκαζον, τοὺς δὲ ἄνδρας σκαφηφορεῑν», Αιλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”